- πανδήμῳ
- πάνδημοςthe whole body ofmasc/fem/neut dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Πανδήμῳ — Πάνδημος the whole body of masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταχειροτονώ — καταχειροτονῶ, έω (Α) (για την εκκλησία τού δήμου) καταδικάζω με ανάταση τών χειρών («πανδήμῳ φωνῇ καταχειροτονηθέντες», Διόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + χειρο τονῶ «ψηφίζω σηκώνοντας το χέρι»] … Dictionary of Greek
μηκάς — άδος, ἡ (Α) 1. ως επίθ. (για αίγες, πρόβατα, αλλά και για αγελάδες), αυτός που μηκάται, που βελάζει 2. ως ουσ. η αίγα («θῡσαι μὲν τῇ Πανδήμῳ δεήσει λευκὴν μηκάδα», Λουκιαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. μηκάς (< *μηκ άδ ς) έχει σχηματιστεί από το ρηματ.… … Dictionary of Greek